ἑξακοσίων

ἑξακοσίων
ἑξακόσιοι
six hundred
fem gen pl
ἑξακόσιοι
six hundred
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ενιαυτός — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν δαίμονας της γονιμότητας και προσωποποίηση του χρόνου. Οι αρχαίοι Έλληνες και Ασιάτες τον λάτρευαν μαζί με τις θεές Ώρες, τη θεά Νύχτα και τον Μήνα. Ο δαίμονας Ε. ενσαρκωνόταν είτε από έναν βασιλιά …   Dictionary of Greek

  • εξακοσάρι — και ξακοσάρι, το ποσό εξακοσίων δραχμών («κοστίζει ένα εξακοσάρι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξακόσιοι + άρι*] …   Dictionary of Greek

  • εξακοσιόδραχμος — η, ο αυτός που έχει αξία εξακοσίων δραχμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξακόσιοι + δραχμος < δραχμή. Η λ. εξακοσιάδραχμος μαρτυρείται από το 1891 στον Κωνστ. Αίσωπο] …   Dictionary of Greek

  • κεφαλαιώνω — (Α κεφαλαιῶ, όω, Μ κεφαλαιώνω) [κεφάλαιο] αναφέρω ή εκθέτω συνοπτικά κάτι, επαναλαμβάνω περιληπτικά, ανακεφαλαιώνω, συγκεφαλαιώνω («κεφαλαιώσαντες πρὸς τοὺς ξύμπαντας τὰς διαγνώμας ποιήσησθε», Θουκ.) νεοελλ. συγκεντρώνω χρήματα για σχηματισμό… …   Dictionary of Greek

  • νήρος — νῆρος, ὁ (Μ) περίοδος εξακοσίων ετών …   Dictionary of Greek

  • σιλόδουροι — oἱ, Α (στους Γαλάτες) σώμα εξακοσίων ανδρών που είχαν ορκιστεί να ζουν και να πεθαίνουν μαζί με τον βασιλιά («οὓς καλεῑσθαι ὑπὸ τῶν Γαλατῶν... σιλοδούρους, τοῡτό δ ἐστιν ἑλληνιστὶ εὐχωλιμαῑοι», Νικ. Δαμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. κελτικής… …   Dictionary of Greek

  • συνέδριο — Συγκέντρωση ειδικών σε ανώτερο επίπεδο με σκοπό να εξετάσουν προβλήματα κοινού ενδιαφέροντος. Τα λεγόμενα διεθνή σ. είναι συνήθως συγκεντρώσεις, αρχηγών κρατών ή πρωθυπουργών που έχουν σκοπό την εξέταση ζητημάτων που ενδιαφέρουν πολλά κράτη μαζί …   Dictionary of Greek

  • Ζαμπέλιος — Επώνυμο οικογένειας συγγραφέων και λογίων, από τη Λευκάδα. 1. Γεώργιος (18oς αι.). Έγραψε την Ακολουθία των αγίων ενδόξων μεγάλων μαρτύρων Μηνά, Βίκτωρος και Βικεντίου. 2. Ιωάννης (Λευκάδα 1787 – Κέρκυρα 1856). Δραματικός ποιητής. Σπούδασε νομικά …   Dictionary of Greek

  • (ε)ξακοσαριά — η (συνήθ. με το μια ή καμιά), ποσό περίπου εξακοσίων πραγμάτων ομοειδών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • (ε)ξακόσ(ι)α — άκλ., αριθμ. απόλ. (600) 1. ποσότητα έξι εκατοντάδων (ή εξακοσίων μονάδων). 2. σε χρονολογίες ισοδυναμεί με το τακτ. αριθμ. εξακοσιοστός: Στα εξακόσια π.Χ. (στο εξακοσιοστό έτος π.Χ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”